αδιάλεχτος

αδιάλεχτος
αδιάλεχτος, -η, -ο και αδιάλεγος, -η, -ο
χωρίς διάλεγμα, με τη σειρά: Πουλά τα φρούτα αδιάλεχτα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”